- αποπλυμα
- ἀπόπλυμαἀπό-πλῠμα-ατος τό помои
τὰ τῶν κηρίων ἀ. Diod. — вода, которой были сполоснуты соты;
τιτάνου ἀ. Diod. — известковая вода
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τὰ τῶν κηρίων ἀ. Diod. — вода, которой были сполоснуты соты;
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπόπλυμα — water in which anything has been diluted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόπλυμα — το (AM ἀπόπλυμα) το ακάθαρτο νερό που προέρχεται από το πλύσιμο νεοελλ. (για άνθρωπο) υποδεέστερος, παρακατιανός αρχ. νερό στο οποίο έχει διαλυθεί κάτι, διάλυμα … Dictionary of Greek
απόπλυμα — το, ατος νερό που χρησιμοποιήθηκε για πλύσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποπλύματα — ἀπόπλυμα water in which anything has been diluted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλύματι — ἀπόπλυμα water in which anything has been diluted neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
NITRUM — multi usus in lotionlbus Veterum. Unde Nitrum et lumentum, in re balneari, saepe iunctim legere est, ut apud Cicer. l. 8. Ep. 14. ad Famil. Cyprian. Ep. 76. Neque enim sic m Sacramento salutari delictorum contagia, ut in lavacro carnali, et… … Hofmann J. Lexicon universale
έκκλυσμα — ἔκκλυσμα, το (Α) 1. απόπλυμα 2. (για κόκκινη βαφή) που παράγεται από θαλάσσιους οργανισμούς … Dictionary of Greek
απόνιπτρον — ἀπόνιπτρον, το (Α) απόπλυμα, βρομόνερο … Dictionary of Greek
ζωμός — ο (AM ζωμός, Α και δωρ. τ. δωμός) το εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. μαζί με νερό («ζωμός κρέατος») αρχ. 1. μτφ. αιματοχυσία («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.) 2.… … Dictionary of Greek
λύμα — (I) το (AM λῡμα) συν. στον πληθ. 1. ακαθαρσία τού σώματος, ρύπος που ξεπλύθηκε, ξέπλυμα, απόπλυμα 2. τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το πλύσιμο («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», Καλλ.) 3. οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες… … Dictionary of Greek